ρευματοφόρος

ρευματοφόρος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που φέρει ή μεταβιβάζει ηλεκτρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύμα, -ατoς + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Δ. Στρούμπο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ρευματοφορέας — ο, Ν [ρευματοφόρος] αγωγός για τη μεταβίβαση ηλεκτρικού ρεύματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”